Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

για τη γιορτη της Μητερας

Κοκκινη κλωστη δεμενη, στην ανεμη τυλιγμενη, δωσ΄της κλωτσο να γυρισει παραμυθι ν αρχινισει.
Με τον τροπο αυτο ξεκινουσαν ολα τα παλια παραμυθια και με τον ιδιο τροπο θα ξεκινησω κι γω το παραμυθι μου.
      Ζουσε που λετε μια φορα, σ ενα μικρο χωριο, μια γυναικα, η Ακριβω μαζι με το γιο της το Δημητρο. Η Ακριβω ηταν χηρα, εχασε τον αντρα της, οταν ο Δημητρος ηταν ακομα μωρο κι ολα αυτα τα χρονια σταθηκε στο παιδι της σαν μανα και σαν πατερας. Δουλευε απ το πρωι ως το βραδυ για να μη του λειψει τιποτα και για να μην στερηθει οσα στερηθηκε εκεινη.
      Παρολες ομως τις θυσιες  της, η Ακριβω ηταν για το Δημητρο ο λογος που ντρεποταν, ντρεποταν να φερει φιλους του στο σπιτι, δεν την αφηνε να ερθει μαζι του στο σχολειο, ακομα και στην εκκλησια ντρεποταν να παει μαζι της. Κι ολα αυτα γιατι η Ακριβω ειχε ενα ελλατωμα, μιαν ατελεια που της ασχημενε το γλυκο της προσωπο. Ειχε μονο ενα ματι, Οσες φορες κι αν τη ρωτησε ο Δημητρος, απαντηση δεν επερνε, "...σου χω πει, του απανταγε, μου πεσε ενα δεματι, οταν ημουν μικρη και μια φουρκα μου εκανε την ζημια" και αλλαζε κουβεντα.
       Τα χρονια περασαν, ο Δημητρος μεγαλωσε και εγινε φοιτητης, πηγε στην πρωτευουσα, στο πολυτεχνειο, αδικα η μανα του τον παρακαλουσε, "ασε να ερθω βρε παιδακι μου, να σου καθαρισω μια σταλα το δωματιο, να δω κι γω πως ειναι η Αθηνα, να γνωρισω τους φιλους σου",
"Κατσε κι που καθεσαι μανα, δεν ειναι η πρωτευουσα για σενα, αλλα και τι να δεις, ολο σπιτια, φασαρια και αυτοκινητα", αυτη ηταν η απαντηση του Δημητρου που πικραινε τη μανα του. Αν, δεν την ειχαν κοροιδεψει, ξενοι στο δρομο, για την κατασταση της, δεν την ενοιαζε, η ντροπη του γιου της ομως ηταν που της ματωνε την καρδια, ηταν πολυ βαρια αυτη η ντροπη για να τη σηκωσει και δεν την αντεχε.
        Πλησιαζε Πασχα και η Ακριβω ασπριζε την αυλη της, οπως κανουν οι νοικοκυρες τετοια εποχη, οταν μια ζαλη της θολωσε το κεφαλι και επεσε κατω. Τρεξανε οι γειτονισσες, τη βαλανε στο σπιτι και φερανε το γιατρο, ο οποιος ουτε λιγο, ουτε πολυ της ειπε οτι επρεπε να μπει στο νοσοκομειο για εξετασεις. "Κυρ Ακριβω, της ειπε, μυνησε στο Δημητρο να ρθει να σε παρει γιατι πρεπει να μπεις σε νοσοκομειο, να κανεις εξετασεις, κατι βλεπω που δεν μ αρεσει". Η αμοιρη γυναικα ακουγε και κρατουσε το κεφαλι της με τα χερια της. Τι να πει του γιατρου οτι ο γιος της ντρεποταν για τη μανα του, οτι ειχε να της γραψει ολακαιρους μηνες. Τιποτα, δεν ελεγε τιποτα, παρα τα κραταγε ολα μεσα της και την τρωγανε.
         Μη μπορωντας να κανει κι αλλιως κινησε για την Αθηνα, στα χερια της κρατουσε το μπιλιετακι του γιατρου, με το ονομα του νοσοκομειου και του γιατρου που θα την εβλεπε. Στον Δημητρο δεν ειπε κουβεντα, μητε του εγραψε. Και να σου, εκει που περπαταγε στη μεγαλουπολη, για να δειτε καμμια φορα πως τα φερνει η τυχη, ο Δημητρος παρεα με αλλα παιδια, στην αλλη μερια του δρομου, περπαταγαν και γελουσαν, απ το γελιο τον καταλαβε η Ακριβω. Γυρισε την κοιταξε και αμεσως το βλεμα του "πεταξε φωτιες", χωρις αποκριση γυρισε το κεφαλι περιφρονητικα και εκανε πως δεν την ειδε. Η γυναικα γονατισε, τοπροσωπο της γεμισε δακρυα και αρχισε να κλαιει με αναφιλητα, ο κοσμος την κοιτουσε σαστισμενος αλλα κανεις μα κανεις δεν της σταθηκε. Μαζευοντας οση δυναμη ειχε μεσα της, σηκωθηκε και αρχισε να περπαταει μ ενα βημα αργο και βαρυ, που γινοταν βαρυτερο οταν εφερνε στο νου της την εικονα του γιου της.
       Δεν πηγε σε κανενα νοσοκομειο, σε κανενα γιατρο. Γυρισε σπιτι της, περιμενοντας την γλυκια λυτρωση του θανατου, που δεν αργησε να ρθει. Η Ακριβω μετα απο λιγους μηνες εκλεισε τα ματια της και πηγε να συναντησει τον αντρα της, το Μανωλιο της, αυτον που δεν χαρηκε οσο θα ηθελε.
        Λιγες μερες μετα το θανατο της ενας ταχυδρομος χτυπησε το κουδουνι του Δημητρου, "Καλημερα, του ειπε, ενα γραμμα για εσας, Δημητριος Αναξιωτης δεν λεγεστε;"
"Ναι απαντησε, σαστισμενος". Πηρε το γραμμα και βλεποντας οτι ειναι απ τη μανα του σκεφτηκε να πεταξει διχως καν να το ανοιξει, πιστευε οτι ειχε να κανει με το φερσιμο του πριν λιγους μηνες. Η περιεργει ομως νικησε τον θυμο, ανοιξε τον φακελο και αρχισε να διαβαζει:
        "Αγαπημενο μου παιδι, Δημητρο μου,
       
Οταν θα διαβαζεις το γραμμα που εχεις στα χερια σου εγω δεν θα υπαρχω πια. Εκεινη τη μερα που με ειδες στην Αθηνα ειχα ανεβει να κανω εξετασεις γιατι ζαλιζομουν και πονουσε το κεφαλι μου, ειχα το "κακο", δεν μου το πε ο γιατρος αλλα το ειδα στο βλεμμα του. Δεν ηθελα να ζησω αλλο, ομως παιδακι μου, δεν την μπορω τη μοναξια και κουραστηκα  να περιμενω λιγη απ τη δικη σου αγαπη.          
Ολα αυτα τα χρονια προσπαθησα να σε μεγαλωσω σωστα και να σε κανω αξιο ανθρωπο για την κοινωνια, παλευα μονη μου, σαν μανα και σαν πατερας ωστε να μην σου λειψει τιποτα. Πολλα γραμματα δεν ξερω και απ το χωριο μας δεν εχω βγει, σου γραφω ομως τουτο, η αγαπη της μανας παιδακι μου μπορει να γκρεμισει βουνα, να γεμισει το σπιτικο χαρα και γινεται μεγαλυτερη και πιο δυνατη με μια αγκαλια και ενα φιλι απ το παιδι της, κατι που εγω δεν πηρα ποτε.
Ησουν δεν ησουν 5 χρονων οταν ανεβασμενος στο δεντρο της αυλης, επεσες και χτυπησες στο προσωπο, σε πηγα στο νοσοκομειο, κι ο γιατρος μου ειπε οτι θα γινεις καλα αλλα δεν θα βλεπεις απο το ενα ματακι σου, ηταν μεγαλη η ζημια μου ειπε και το ματι ειναι αισθητο οργανο. Μη μπορωντας ν αντεξω τετοιο πραγμα παρακαλεσα το γιατρο να κανει οτι μπορει και να σου δωσει το δικο μου, για να μπορεις να βλεπεις, γιατι ειχες ολη τη ζωη μπροστα σου.
Αυτο που σου δωσα με τοση αγαπη ηταν αυτο που μας χωρισε. 

Σε φιλω παιδι μου και το μονο που ζητω απο σενα ειναι να μου αναβεις καπου-καπου το καντηλι, δεν το μπορω το σκοταδι και να κοιτας τον ηλιο, τη θαλασσα για να μπορω να τα βλεπω κι γω μεσα πα τα δικα σου ματια.


                                                                                                 Σε φιλω παιδακι μου.

      Το γραμμα ηταν βρεγμενο στα χερια του Δημητρου, εκεινη την η μερα εκλαψε οσο δεν ειχε κλαψει ποτε στη ζωη του, τα δακρυα του επεφταν καυτα πανω στο προσωπο του και ετσι πεσμενο στο πατωμα τον βρηκε ο υπνος. Ενω κοιμοταν ενα χερι γνωριμο αισθανθηκε να του χαιδευει τα μαλλια και να του σκουπιζει το προσωπο και ενα ξεψυχισμενο "μανα" βγηκε απ το στομα του σαν λυτρωση,




        

       
        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Στα Βουνενα, εκει που μαρτυρησε ο Αγιος Νικολαος, τα δεντρα περιεχουν το αιμα του.

Κατά την παράδοση, στο σημείο όπου βρίσκονται τα δέντρα που «αιμορραγούν» έχυσε το αίμα του μαρτυρικά τόσο ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος ή ο «ε...